ἐξονυχίζω — try pres subj act 1st sg ἐξονυχίζω try pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξονυχίζω — εξονύχισα, εξονυχίστηκα, εξονυχισμένος, μτβ., εξετάζω και ερευνώ κάποια υπόθεση με πολλή προσοχή (σαν να σκαλίζω τις πτυχές της με τα νύχια μου), λεπτολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξονυχίζει — ἐξονυχίζω try pres ind mp 2nd sg ἐξονυχίζω try pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονυχίζου — ἐξονυχίζω try pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐξονυχίζω try imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξονυχίζω — [εξονυχίζω] εξετάζω πλήρως, εντελώς … Dictionary of Greek
ἐξονυχισθείσης — ἐξονυχίζω try aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονυχιῶ — ἐξονυχίζω try fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονυχίζειν — ἐξονυχίζω try pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονυχίζεις — ἐξονυχίζω try pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξονυχίσαντας — ἐξονυχίζω try aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)